bn:00082357v
Verb Concept
EL
ρυθμίζω
EL
Κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι να λειτουργεί ή να κινείται με έναν ορισμένο ρυθμό, κανονικό ή αναγκαίο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet