bn:00001411n
Noun Concept
EL
ρύθμιση  διαβάθμηση  διευθέτηση  ξαναρύθμιση  προσαρμογή
EL
Η ενέργεια του ρυθμίζω κάτι (και ο τρόπος με τον οποίο ρυθμίζεται) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources