bn:00082369v
Verb Concept
EL
επιτρέπω είσοδο
EL
Δίνω την δυνατότητα σε κάποιον να περάσει, να συμμετάσχει κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω την δυνατότητα σε κάποιον να περάσει, να συμμετάσχει κάπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet