bn:00092661v
Verb Concept
EL
εμποδίζω την είσοδο
EL
Παρεμποδίζω την είσοδο ή τη συμμετοχή κάποιου σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παρεμποδίζω την είσοδο ή τη συμμετοχή κάποιου σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet