bn:00082467v
Verb Concept
EL
εξεγείρω
EL
Παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει, ξεσηκώνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει, ξεσηκώνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet