bn:00082530v
Verb Concept
EL
ανακουφίζω  ανακουφίσει
EL
Καταπραϋνω, μειώνω τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, απαλάσσω κάποιον από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καταπραϋνω, μειώνω τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, απαλάσσω κάποιον από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations