bn:00085399v
Verb Concept
EL
ανακουφίζω
EL
Καταπραΰνω, ανακουφίζω από τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καταπραΰνω, ανακουφίζω από τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet