bn:00082765v
Verb Concept
EL
οπλίζω  εξοπλίζω
EL
Εφοδιάζω κάποιον με όπλο, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ή γενικά να πολεμήσει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εφοδιάζω κάποιον με όπλο, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ή γενικά να πολεμήσει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary