bn:00082792v
Verb Concept
EL
οικειοποιούμαι  σφετερίζομαι
EL
Οικειοποιούμαι, κυρίως με βία ή με απάτη, τα δικαιώματα που έχει κάποιος άλλος σε έναν τίτλο εξουσίας, ιδιοκτησίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Οικειοποιούμαι, κυρίως με βία ή με απάτη, τα δικαιώματα που έχει κάποιος άλλος σε έναν τίτλο εξουσίας, ιδιοκτησίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet