bn:00082813v
Verb Concept
EL
διαπιστώνω  εξακριβώνω  δούμε
EL
Γνωρίζω, καθορίζω, σχηματίζω αντίληψη για κάτι, ύστερα από λεπτομερή και συστηματική έρευνα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γνωρίζω, καθορίζω, σχηματίζω αντίληψη για κάτι, ύστερα από λεπτομερή και συστηματική έρευνα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations