bn:00082812v
Verb Concept
EL
εξασφαλίζω  σιγουρεύω  εξασφαλίσει
EL
Κάνω κάτι σίγουρο, το ασφαλίζω ή το εξασφαλίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links