bn:00082833v
Verb Concept
EL
ασφυκτιώ
EL
Παθαίνω ή αισθάνομαι ότι παθαίνω ασφυξία· δυσκολεύομαι να αναπνεύσω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παθαίνω ή αισθάνομαι ότι παθαίνω ασφυξία· δυσκολεύομαι να αναπνεύσω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet