bn:00084343v
Verb Concept
EL
πεθαίνω  ψοφάω  πεθάνει
EL
(για έμψυχα) παύω να ζω, σταματούν οι σωματικές και πνευματικές λειτουργίες μου, παύω να υπάρχω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(για έμψυχα) παύω να ζω, σταματούν οι σωματικές και πνευματικές λειτουργίες μου, παύω να υπάρχω Greek Open Multilingual WordNet
Παύω να ζω. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations