bn:00083195v
Verb Concept
EL
παρασύρω  συμπαρασύρω
EL
Σέρνω κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου, εξουδετερώνοντας κάθε αντίστασή του, αποσπώ και τραβώ προς ορισμένη κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σέρνω κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου, εξουδετερώνοντας κάθε αντίστασή του, αποσπώ και τραβώ προς ορισμένη κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet