bn:00088912v
Verb Concept
EL
κινούμαι  κινώ  πηγαίνω  ταξιδέψει
EL
Αλλάζω θέση, κινούμαι, μετακινούμαι, ταξιδεύω, ή προχωρώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources