bn:00083308v
Verb Concept
EL
βασανίζω  κάνω καζούρα  ταλανίζω
EL
Πειράζω, ενοχλώ κάποιον με σκοπό να τον γελοιοποιήσω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πειράζω, ενοχλώ κάποιον με σκοπό να τον γελοιοποιήσω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet