bn:00083426v
Verb Concept
EL
βασανίζω  δεν αφήνω σε χλωρό κλαρί  ενοχλώ  επιβαρύνω  κατατρέχω
EL
Ενοχλώ μονίμως και πολύ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources