bn:00083402v
Verb Concept
EL
κάμπτω  καμπυλώνω  κυρτώνω  λυγίζω  λυγίσει
EL
Κάνω κτ να αποκτήσει καμπύλο ή κυρτό σχήμα,ασκώντας πίεση σε διαφορετικά σημεία του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κτ να αποκτήσει καμπύλο ή κυρτό σχήμα,ασκώντας πίεση σε διαφορετικά σημεία του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations