bn:00084779v
Verb Concept
EL
ξεφορμάρω  παραμορφώνω
EL
Αλλάζω μορφή ή σχήμα σε κάτι, κάνω κάτι να φαίνεται ή να είναι ελαφρά ή τελείως διαφορετικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αλλάζω μορφή ή σχήμα σε κάτι, κάνω κάτι να φαίνεται ή να είναι ελαφρά ή τελείως διαφορετικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet