bn:00083515v
Verb Concept
EL
δαγκώνω  δαγκάνω
EL
Ανοίγω το στόμα και πιάνω δυνατά με τα δόντια κάτι, αποσπώντας συνήθως ένα κομμάτι του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ανοίγω το στόμα και πιάνω δυνατά με τα δόντια κάτι, αποσπώντας συνήθως ένα κομμάτι του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki