bn:00083696v
Verb Concept
EL
αμβλύνω
EL
Αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary