bn:00083979v
Verb Concept
EL
διακόπτω  σπάζω  σταματώ απότομα
EL
Διακόπτω, τερματίζω οριστικά ή προσωρινά ενέργειες ή δραστηριότητες που έχουν ήδη ξεκινήσει και βρίσκονται σε εξέλιξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διακόπτω, τερματίζω οριστικά ή προσωρινά ενέργειες ή δραστηριότητες που έχουν ήδη ξεκινήσει και βρίσκονται σε εξέλιξη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet