bn:00084211v
Verb Concept
EL
αξιοποιώ  εκμεταλλεύομαι  αναπτυχθούν  αναπτύξουν
EL
Χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο ωφέλιμο· αξιοποιώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links