bn:00026699n
Noun Concept
EL
ανάπτυξη  εκμετάλλευση των φυσικών πόρων  εκμετάλλευση  εκμεταλλευτικό
EL
Το να δίνουμε σε κάτι μεγαλύτερη ανάπτυξη ώστε να γίνει πιο παραγωγικό ή χρήσιμο ή κερδοφόρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να δίνουμε σε κάτι μεγαλύτερη ανάπτυξη ώστε να γίνει πιο παραγωγικό ή χρήσιμο ή κερδοφόρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations