bn:00084263v
Verb Concept
EL
φορτώνω
EL
Επιβαρύνω, επιφορτίζω κάποιον με κάτι κοπιαστικό, δυσάρεστο, δυσβάστακτο κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιβαρύνω, επιφορτίζω κάποιον με κάτι κοπιαστικό, δυσάρεστο, δυσβάστακτο κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet