bn:00085401v
Verb Concept
EL
εξαναγκάζω  υποχρεώνω  απαιτούν
EL
Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, συχνά παρά τη θέλησή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, συχνά παρά τη θέλησή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations