bn:00084315v
Verb Concept
EL
διαλύω
EL
Προκαλώ φθορά(υλική ή ψυχοπνευματική),κάνω κομμάτια, συντρίβω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ φθορά(υλική ή ψυχοπνευματική),κάνω κομμάτια, συντρίβω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet