bn:00083903v
Verb Concept
EL
καταστρέφω
EL
Προξενώ σε κάτι πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθως σκόπιμα, ή το αφανίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προξενώ σε κάτι πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθως σκόπιμα, ή το αφανίζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet