bn:00084388v
Verb Concept
EL
κράζω  κραυγάζω  ξεφωνίζω  φωνάζω  φωνασκώ
EL
Βγάζω δυνατή κραυγή. Φωνάζω με ένταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links