bn:00091653v
Verb Concept
EL
στριγκλίζω  κραυγάζω οξέως  σκούζω  τσιρίζω
EL
Βγάζω οξείες και διαπεραστικές κραυγές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βγάζω οξείες και διαπεραστικές κραυγές Greek Open Multilingual WordNet