bn:00084606v
Verb Concept
EL
λαξεύω
EL
Κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet