bn:00084654v
Verb Concept
EL
αναχαιτίζω  συγκρατώ  αρπάξει
EL
Ανακόπτω την ορμή, εμποδίζω ή σταματώ την κίνηση, την πορεία πράγματος ή προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ανακόπτω την ορμή, εμποδίζω ή σταματώ την κίνηση, την πορεία πράγματος ή προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations