bn:00084658v
Verb Concept
EL
προφταίνω  φτάνω
EL
Πλησιάζω κάποιον που προηγείται, προφταίνω, προλαβαίνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πλησιάζω κάποιον που προηγείται, προφταίνω, προλαβαίνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet