bn:00084726v
Verb Concept
EL
επικεντρώνω  εστιάζω  συγκεντρώνομαι
EL
Συγκεντρώνω την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου σε κάποιο σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links