bn:00084767v
Verb Concept
EL
λαχαίνω  τυχαίνω
EL
Για κάτι που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για κάτι που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet