bn:00085404v
Verb Concept
EL
διατάζω  ελέγχουν
EL
Εξασκώ έλεγχο σε, δίνω διαταγέςή διαταγή σε κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξασκώ έλεγχο σε, δίνω διαταγέςή διαταγή σε κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations