bn:00084848v
Verb Concept
EL
ελέγχω
EL
Ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet