bn:00084865v
Verb Concept
EL
επαληθεύω  τσεκάρω
EL
Επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι με βάση μια έγκυρη πηγή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι με βάση μια έγκυρη πηγή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary