bn:00085141v
Verb Concept
EL
κλαδεύω
EL
Κόβω τα ξερά ή τα ανεπιθύμητα κλαδιά δέντρων ή φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κόβω τα ξερά ή τα ανεπιθύμητα κλαδιά δέντρων ή φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet