bn:00052011n
Noun Concept
EL
κλαδευτήρι  κλαδευτήριο  κλαδευτής
EL
Η σιδερένια κοφτερή γεωργική ψαλίδα, που χρησιμοποιείται για το κλάδεμα κυρίως των μικρών κλαδιών, δέντρων ή φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σιδερένια κοφτερή γεωργική ψαλίδα, που χρησιμοποιείται για το κλάδεμα κυρίως των μικρών κλαδιών, δέντρων ή φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations