bn:00085158v
Verb Concept
EL
καλογερεύω
EL
Γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, ζω μέσα σε μοναστήρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γίνομαι καλόγερος ή καλόγρια, ζω μέσα σε μοναστήρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet