bn:00089800v
Verb Concept
EL
απομονώνω
EL
Διαχωρίζω, χωρίζω, απομακρύνω κάτι από ένα σύνολο, έτσι ώστε να μείνει μόνο του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διαχωρίζω, χωρίζω, απομακρύνω κάτι από ένα σύνολο, έτσι ώστε να μείνει μόνο του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet