bn:00085209v
Verb Concept
EL
στοιβάζω
EL
Γεμίζω ή καλύπτω ένα χώρο κατά τρόπο ακατάστατο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γεμίζω ή καλύπτω ένα χώρο κατά τρόπο ακατάστατο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet