bn:00088175v
Verb Concept
EL
γεμίζω  γεμίσει
EL
Κάνω κάτι πλήρες, να είναι γεμάτο από κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι πλήρες, να είναι γεμάτο από κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations