bn:00085242v
Verb Concept
EL
κορδώνομαι
EL
Στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet