bn:00095597v
Verb Concept
EL
βαδίζω  περπατάω-ώ  περπατώ
EL
Κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ με τα πόδια σε κανονικό ρυθμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ με τα πόδια σε κανονικό ρυθμό Greek Open Multilingual WordNet
Πηγαίνω από ένα μέρος σε ένα άλλο με μια εναλλακτική κίνηση των ποδιών, κατά τρόπο ώστε σε κάθε στιγμή τουλάχιστον ένα πόδι βρίσκεται σε επαφή με το έδαφος ή οποιαδήποτε επιφάνεια. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki