bn:00085285v
Verb Concept
EL
αντιπαραβάλλω
EL
Παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο, συνήθως για να βρω τις διαφορές τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο, συνήθως για να βρω τις διαφορές τους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet