bn:00085450v
Verb Concept
EL
συγκρίνω
EL
Εξετάζω, κρίνω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα, για να εντοπίσω και να δείξω τα σημεία της ομοιότητα ή και της διαφοράς τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξετάζω, κρίνω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα, για να εντοπίσω και να δείξω τα σημεία της ομοιότητα ή και της διαφοράς τους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet