bn:00085469v
Verb Concept
EL
καταρτίζω
EL
Κατατάσσω, οργανώνω επί μέρους στοιχεία και σχηματίζω ένα όλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κατατάσσω, οργανώνω επί μέρους στοιχεία και σχηματίζω ένα όλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet