bn:00090556v
Verb Concept
EL
κατασκευάζω
EL
Φτιάχνω κάτι, με ένα ή με περισσότερα υλικά συνήθως με τη βοήθεια μηχανών ή άλλων τεχνικών μέσων και σύμφωνα με ένα σχέδιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Φτιάχνω κάτι, με ένα ή με περισσότερα υλικά συνήθως με τη βοήθεια μηχανών ή άλλων τεχνικών μέσων και σύμφωνα με ένα σχέδιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet